- πολυστεφής
- -ές, ΜΑμσν.αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.)αρχ.1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)3. αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει πολλά στεφάνια4. (ιδίως για φίδι) κουλουριασμένος5. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς οὐρανός», Ερμ. Τρισμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -στεφής (< στέφος < στέφω), πρβλ. χρυσο-στεφής].
Dictionary of Greek. 2013.